- αβροδίαιτος
- η , ο [ος , ον ] изнеженный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἁβροδίαιτος — living delicately masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβροδίαιτος — η, ο (Α ἁβροδίαιτος, ον) 1. μαλθακός, τρυφηλός 2. ασκληραγώγητος, αγύμναστος, λεπτεπίλεπτος 3. το ουδ. ως ουσ. το ἁβροδίαιτον η εκθήλυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + δίαιτα] … Dictionary of Greek
αβροδίαιτος — η, ο αυτός που ζει αβρά, μ όλες τις ανέσεις, ο καλομαθημένος: Ο Αλκιβιάδης ήταν αβροδίαιτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁβροδιαίτως — ἁβροδίαιτος living delicately adverbial ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁβροδίαιτον — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem acc sg ἁβροδίαιτος living delicately neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁβροδιαίτοις — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁβροδιαίτου — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁβροδιαίτους — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁβροδιαίτων — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁβροδιαίτῳ — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁβροδίαιτοι — ἁβροδίαιτος living delicately masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)